Η δοκιμασία κόπωσης με τη χρήση κυλιόμενου τάπητα ή πιο απλά το γνωστό test κοπώσεως όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλείται ευρέως, έχει συμβάλει για δεκαετίες στην ανίχνευση της στεφανιαίας νόσου. Στηρίζεται στις μεταβολές που παρουσιάζει το καρδιογράφημα κατά τη διάρκεια της κόπωσης ή  και αμέσως μετά τη κόπωση, στη φάση της αποκατάστασης σε συνδυασμό με την αναφορά συμπτώματος πόνου στο στήθος ή δύσπνοιας ή ζάλης από τον ασθενή. Παλαιότερα, οι ασθενείς υποβάλλονταν σε αυτοσχέδιες  δοκιμασίες κοπώσεως π.χ. ανεβαίνοντας σκαλοπάτια, μέχρι το 1952 όπου χρησιμοποιήθηκε ο κυλιόμενος τάπητας ενώ 4 χρόνια αργότερα, ο Bruce εισήγαγε ένα ολοκληρωμένο διαγνωστικό  πρωτόκολλο κόπωσης, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται έως σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια, οι νεότερες διαγνωστικές τεχνικές  που χρησιμοποιούν ως βάση την απεικόνιση για να αναδείξουν την ισχαιμία στη στεφανιαία κυκλοφορία, τείνουν να αντικαταστήσουν τη κλασική δοκιμασία κοπώσεως ως μέθοδο επιλογής για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου. Πράγματι, πολλά  ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν την αυξημένη διαγνωστική ακρίβεια του σπινθηρογραφήματος του μυοκαρδίου, του stress echo και της αξονικής στεφανιογραφίας, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα  το ρόλο  της δοκιμασίας κόπωσης. Στις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας, οι ενδείξεις του τέστ κόπωσης περιορίστηκαν σε λίγες περιπτώσεις στεφανιαίας νόσου και μάλιστα ως δεύτερη επιλογή.

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η κλασική δοκιμασία κόπωσης περνάει πλέον στην ιστορία και αντικαθίσταται πλήρως από τις νεότερες τεχνικές.  Να τονιστεί καταρχήν, ότι ορισμένοι ασθενείς δεν μπορούν να υποβληθούν σε τέστ κόπωσης είτε λόγω ορθοπεδικών/νευρολογικών προβλημάτων είτε λόγω δυσκολιών αναγνώρισης πιθανών μεταβολών του διαστήματος ST στο καρδιογράφημα  κατά την κόπωση όπως πχ οι ασθενείς με μπλόκ σκέλους ή με βηματοδότη ή με κολπική μαρμαρυγή.   Από το άλλο μέρος, το τέστ κόπωσης στον τάπητα  είναι μια μέθοδος απλή, προσιτή οικονομικά για τον ασθενή και τα συστήματα υγείας, χωρίς να απαιτεί έκθεση του ασθενούς σε ακτινοβολία ή την λήψη φαρμακευτικής αγωγής.  Είναι αρίστη μέθοδος για εκτίμηση της φυσικής ικανότητας του ασθενούς και της ανοχής του στην κόπωση,  συμβάλλει στον έλεγχο μεταβολών της  αρτηριακής πίεσης κατά την κόπωση  και προσφέρει τη δυνατότητα παρακολούθησης της συνολικής ανταπόκρισης των ασθενών  σε διάφορες φαρμακευτικές παρεμβάσεις.  Κοιλιακές έκτακτες συστολές στο καρδιογράφημα ηρεμίας που εξαφανίζονται στο τεστ κόπωσης συνιστούν αθώο φαινόμενο στις περισσότερες των περιπτώσεων.

Συνεπώς, η σωστά διενεργούμενη κλασική δοκιμασία κόπωσης,   θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα πολύτιμο διαγνωστικό εργαλείο  σε μία σειρά καρδιακών παθήσεων   πέραν της στεφανιαίας νόσου  συμβάλλοντας στη ταυτοποίηση των ασθενών  υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου

Σχετικά Άρθρα

Πρόσφατα Άρθρα