Η αρτηριακή υπέρταση απαντάται αρκετά συχνά, περίπου στο 25-30%  στους ασθενείς με κακοήθεια . Η συνύπαρξη αυτών των δύο νοσημάτων οφείλεται καταρχάς στους κοινούς παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η έκθεση σε βλαπτικές -τοξικές ουσίες. Εκτός από αυτά, ο τύπος του καρκίνου και η χημειοθεραπευτική αγωγή συνιστούν επιπλέον παράγοντες που συμβάλουν στην εμφάνιση υπέρτασης στους ασθενείς με κακοήθεια.

Η κατηγορία χημειοθεραπευτικών φαρμάκων που έχει κυρίως ενοχοποιηθεί για την πρόκληση υπέρτασης είναι οι αναστολείς του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (VEGF) και των υποδοχέων του. Οι αντι-VEGF παράγοντες χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση πολλών τύπων καρκίνων, όπως  παχέος εντέρου, νεφρού, ωοθηκών, παγκρέατος και πνεύμονα. Τα φάρμακα αυτά προκαλούν υπέρταση μέσω της πρόκλησης δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου, η οποία οδηγεί σε αγγειοσύσπαση, ενώ άλλοι μηχανισμοί που ενοχοποιούνται είναι η κατακράτηση νατρίου και νερού και η πρόκληση νεφρικής βλάβης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εμφάνιση υπέρτασης φαίνεται να υποδηλώνει πως η θεραπεία με αντι-VEGF είναι αποτελεσματική, καθώς και ότι η πιθανότητα εμφάνισής της εξαρτάται από τα καρδιαγγειακά χαρακτηριστικά κάθε ασθενούς.

Αρκετά ακόμη αντικαρκινικά φάρμακα σχετίζονται με την εκδήλωση υπέρτασης. Στον καρκίνο του προστάτη χρησιμοποιείται η αμπιρατερόνη, η οποία είναι ένας αναστολέας της σύνθεσης των ανδρογόνων ενώ στον καρκίνο του μαστού θέση έχουν οι ανταγωνιστές των HER-2 υποδοχέων, ο οποίοι αυξάνουν τα επίπεδα της νορεπινεφρίνης στο αίμα και διεγείρουν το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, αυξάνοντας την πίεση.

Πέραν από την ίδια τη χημειοθεραπευτική αγωγή, αρτηριακή υπέρταση μπορεί να προκληθεί και από φάρμακα επικουρικά της χημειοθεραπείας. Πχ η ανασυνδυασμένη ανθρώπινη ερυθροποιητίνη, η οποία χορηγείται σε μεγάλο ποσοστό καρκινοπαθών ασθενών για την αντιμετώπιση της αναιμίας, επιφέρει αυξημένη καρδιακή παροχή και αυξημένες αγγειακές αντιστάσεις, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη αρτηριακή πίεση.

Οι ασθενείς με κακοήθεια πρέπει να τυγχάνουν τακτικής καρδιολογικής παρακολούθησης, τόσο πριν από την έναρξη της χημειοθεραπείας, όσο και κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το πέρας αυτής. Η αρτηριακή πίεση πρέπει να μετράται εβδομαδιαίως, ιδίως στους ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με αντι-VEGF φάρμακα. Για την αντιμετώπιση της υπέρτασης προτιμώνται φάρμακα όπως οι αναστολείς του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, οι διυδροπυρηνικοί ανταγωνιστές ασβεστίου, καθώς και οι β-αποκλειστές. Σε κάθε περίπτωση, στόχος είναι ο αυστηρός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης στους χημειοθεραπευόμενους ασθενείς με την άρτια συνεργασία του καρδιολόγου με τον ογκολόγο, η οποία πρέπει να παραμένει μικρότερη από 140/90 mmHg, καθώς έτσι διασφαλίζεται η αποκόμιση οφέλους από την αντικαρκινική αγωγή.

Σχετικά Άρθρα

Πρόσφατα Άρθρα